Το 2015 η εγχώρια κτηματαγορά φαινόταν να προσελκύει, εκ νέου ύστερα από αρκετά χρόνια, το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών. Ενδεικτικά, σύμφωνα με την έρευνα της PriceWaterhouseCoopers, για τις προβλέψεις του 2015 η Αθήνα, σε σύνολο 28 ευρωπαϊκών πόλεων, είχε καταλάβει την πέμπτη θέση ως προς τις επενδυτικές και αναπτυξιακές προοπτικές.
Τότε, οι ερωτηθέντες, στο πλαίσιο της έρευνας της PwC, επικεφαλής επενδυτικών ομίλων, όπως η Blackstone, η BlackRock και η BASF, σημείωναν ότι η Ελλάδα προσέλκυε το επενδυτικό ενδιαφέρον, καθώς η οικονομία ανέκαμπτε ελαφρώς.
Δύο χρόνια μετά
Ωστόσο, δύο χρόνια μετά, η κατάσταση επιδεινώθηκε: η Αθήνα ως επενδυτικός προορισμός επέστρεψε στην τελευταία θέση στην -διευρυμένη κατά δύο προορισμούς – κατάταξη των 30 ευρωπαϊκών πόλεων και η ευρωπαϊκή βιομηχανία ακινήτων δεν είναι ενθουσιασμένη μαζί της, όπως αναφέρει η έρευνα της PwC. Και σε αντίθεση με το 2015, το γεγονός ότι η Ελλάδα γλύτωσε το 2016 την οικονομική καταστροφή επηρέασε απειροελάχιστα τους ξένους επενδυτές, για τους οποίους το brand Ελλάδα σημαίνει μία οικονομία σε ύφεση και φόβος για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Όπως σημειώνει επενδυτής στην έρευνα “το ρίσκο εξόδου από το ευρώ παραμένει για τη χώρα. Ακόμη και εάν σκεφτεί κάποιος ότι δεν υφίσταται, ο κίνδυνος παραμένει στο τραπέζι”. Επίσης, το προσφυγικό ζήτημα αποτελεί παράμετρο που λαμβάνουν σοβαρά υπόψη οι επενδυτές, καθώς προκαλεί ανασφάλεια και αστάθεια στη χώρα.
Οι επενδύσεις
Παρόλ’ αυτά, υπάρχουν ερωτηθέντες που εκτιμούν ότι το μέλλον για την εγχώρια αγορά ακινήτων είναι καλύτερο, καθώς η χώρα έχει εκμοντερνιστεί.
Ακόμη, η έρευνα παραθέτει δύο επενδύσεις, την ανάπλαση του Αστέρα Βουλιαγμένης και της έκτασης του πρώην αεροδρομίου στο Ελληνικό, που καταδεικνύουν ότι οι ξένοι επενδυτές δεν έχουν απολέσει εντελώς το ενδιαφέρον τους για την αθηναϊκή αγορά ακινήτων.
Ωστόσο, πρόκειται για τις δύο μοναδικές μεγάλης αξίας ξένες επενδύσεις που συμφωνήθηκαν πριν από τρία χρόνια, το 2014.
Τα δύο αυτά έργα, η απόκτηση του 66% της Εθνικής Πανγαία από την Invel και η βελτίωση των ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είχαν, τότε, δημιουργήσει ένα σκηνικό, εύθραυστης έστω, ανάκαμψης το οποίο δημιουργούσε επενδυτικές ευκαιρίες για το 2015. Έτσι, εκείνη την περίοδο, τον Ιανουάριο του 2015, οι επενδυτικές προοπτικές της ελληνικής αγοράς ακινήτων χαρακτηρίζονταν εύλογες, ενώ σήμερα φτωχές.
Σύμφωνα με το γράφημα της PwC, οι προοπτικές της Αθήνας ως επενδυτικού προορισμού, για το διάστημα 2007-2017, βρέθηκαν στο ναδίρ από το 2012 έως το πρώτο εξάμηνο του 2013 και βελτιώνονταν μέχρι τις αρχές του 2015 οπότε ξεκίνησε σταδιακά η πτώση.
Ως εκ τούτου, με τα έργα αξιοποίησης ακίνητης περιουσίας να λιμνάζουν -η αξιοποίηση της Κασσιόπης στην Κέρκυρα ολοκληρώθηκε μετά από τέσσερα χρόνια, τη β’ αξιολόγηση να μην ολοκληρώνεται και το σενάριο της δραχμής να παραμένει, οι ξένες επενδύσεις στο εγχώριο real estate θα μπορούσαν να περιοριστούν μόνο στις ΑΕΕΑΠ, οι οποίες διαθέτουν χαρτοφυλάκιο ακινήτων που είναι μισθωμένο σε φερέγγυους ενοικιαστές και εμφανίζει ελκυστικές αποδόσεις.
Ωστόσο, ο επταπλασιασμός της φορολόγησης επί του ενεργητικού τους και ο διπλασιασμός του φόρου επί των ακινήτων τους, έχει πλήξει το συγκεκριμένο κλάδο.
Ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς ακινήτων, σήμερα οι περιορισμένες ξένες επενδύσεις που πραγματοποιούνται στην εγχώρια κτηματαγορά αφορούν είτε πολυτελείς κατοικίες σε νησιωτικούς προορισμούς είτε επαγγελματικούς χώρους που μισθώνονται ή αγοράζονται στο πλαίσιο της “χρυσής βίζας” (χορήγηση άδειας παραμονής για αγορά ακινήτου αξίας 250.000 ευρώ ή περισσότερο).